Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

η κυβέρνηση δεν

  • 1 εγγίζω

    (αόρ. ήγγισα αήγγικα) 1. αμετ. приближаться, наступать;

    εγγίζει το φθινόπωρο — наступает осень;

    εγγίζει το τέλος — конец близок;

    ήγγικεν η ώρα пришло время, час настал;

    εγγίζει η ώρα της εκδικήσεως — час мести близок;

    2. μετ.
    1) трогать; прикасаться к...;

    μην το εγγίζεις (εγγίζετε) — не тронь(те);

    δεν εγγίζτό φαί μου — не прикасаться к еде;

    2) касаться (чего-л.), заниматься (чём-л.);

    η κυβέρνηση δεν εγγίζει τα οικονομικά προβλήματα — правительство не занимается финансовыми проблемами;

    3) перен. трогать, затрагивать; задевать;

    τα λόγια του μ' εγγίζουν στην καρδιά — его слова ранят моё сердце, задевают меня за живое;

    εγγίζομαι — пострадать от духов

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > εγγίζω

  • 2 входить

    входить
    несов
    1. ἐἰσέρχομαι, μπαίνω/ διεισδύω, είσχωρω (проникать):
    \входить в дом μπαίνω (или ἐἰσέρχομαι) στό σπίτι· \входить в порт (о судне) είσπλέω στό λιμάνί
    2. (вмещаться) είσχωρω, χωρῶ, μπαίνω1
    3. (включаться в состав чего-л.) μπαίνω, παίρνω μέρος:
    \входить в состав правительства παίρνω μέρος στήν κυβέρνηση·
    4. (вникать) μπαίνω, ἐμβαθύνω, γνωρίζομαι:
    \входить в роль μπαίνω στό ρόλο· \входить в суть Дела ἐμβαθύνω στήν οὐσία τῆς ὑπόθεσης· \входить в подробности μπαίνω στίς λεπτομέρειες·
    5. (обращаться куда-л.) ἀποτείνομαι, ἀπευθύνομαι:
    \входить с предложением (с ходатайством) κάνω πρόταση (αίτηση)· ◊ \входить в переговоры ἀρχίζω διαπραγματεύσεις· \входить в контакт ἐρχομαι σέ ἐπαφή· \входить в соглашение συμβιβάζομαι, συμφωνὤ \входить в доверие ἀποκτῶ τήν ἐμπιστοσύνη· \входить в чье-л. положение συναισθάνομαι τήν κατάσταση κάποιου· \входить в азарт με πιάνει τό πάθος τοῦ παιχνιδιού· \входить в силу μπαίνω σέ ἰσχύ· \входить в привычку γίνεται συνήθεια· \входить в пословицу γίνεται παροιμία, γίνομαι παροιμιώδης· \входить в мс-АУ γίνομαι τής μόδας· \входить во вкус ἀρχίζει να μ' ἀρέσει κάτι· \входить в жизнь καθιερώνομαι· это не входило в мой расчеты αὐτό δέν τό είχα ὑπολογίσει, δέν τό είχα σκεφτεί.

    Русско-новогреческий словарь > входить

  • 3 составлять

    составлять
    несов
    1. (собирать, объединять) συνενώνω·
    2. (сочинять, создавать) συντάσσω, καταστρώνω, κάνω:
    \составлять план καταστρώνω σχέδιο· \составлять протокол συντάσσω πρακτικό· \составлять словарь συγγράφω (или συντάσσω) λεξικό·
    3. (образовывать) σχηματίζω, συγκροτώ:
    \составлять предложение σχηματίζω πρόταση· \составлять определенное мнение σχηματίζω ὁρισμένη γνώμη· \составлять кабинет полит σχηματίζω κυβέρνηση·
    4. (представлять, являться) ἀποτελώ:
    \составлять исключение ἀποτελώ ἐξαίρεση· это не составит большого труда αὐτό δέν χρειάζεται μεγάλο κόπο· ◊ \составлять себе состояние σχηματίζω περιουσία· \составлять компанию кому́-л. κάνω κάποιου παρέα \составлятьлиться σχηματίζομαι, συγκροτοῦμαι, δημιουργούμαι.

    Русско-новогреческий словарь > составлять

  • 4 αλλάζω

    (αόρ. άλλαξα, παθ. αόρ. αλλάχτηκα, μτχ. ηρκ. αλλαγμένος и αλλασμένος) 1. μετ.
    1) менять, изменять;

    αλλάζω φύλλο ( — или τό χαβά) — менять тактику, поведение;

    αλλάζω την έννοια — извращать смысл;

    αλλάζω γνώμη — раздумать, передумать; — изменить мнение;

    αυτό δεν αλλάζει την υπόθεση — это не меняет дела;

    2) менять, сменять, переменять;

    αλλάζω τον αέρα — сменить, переменить климат;

    αλλάζω επάγγελμα — сменить квалификацию, переквалифицироваться;

    αλλάζω θέση — менять место, пересаживаться;

    αλλάζω σπίτι — переезжать на другую квартиру;

    αλλά γυναίκα (άνδρα) — сменить жену (мужа);

    αλλάζω ρούχα — сменить одежду, переодеться;

    αλλάζω ασπρόρουχα — менять нижнее бельё;

    αλλάζω τό μωρό — перепеленать ребёнка;

    αλλάζω την πληγή — делать перевязку;

    τό μωρό αλλάζει δόντια — у младенца меняются зубы;

    αλλάζω δόντια — протезировать зубы;

    άλλαξαν τ· άλογα τους они поменялись конями;
    3) менять, разменивать (деньги); άλλαξε μου ένα εκατοστάρικο разменяй мне сто драхм; 4) пересаживаться, делать пересадку;

    αλλάζω τραίνο — пересесть на другой поезд;

    § του άλλαξε τον αδόξαστο στο ξύλο он его здорово избил;
    του άλλαξε τον αδόξαστο στη δουλιά он его за- ставил работать до седьмого пота; 2. αμετ. 1) меняться, измениться;

    αλλάζω προς — то καλλίτερο — меняться к лучшему;

    αλλάζω έκφραση — меняться в лице;

    άλλαξαν οι καιροί времени изменились, времена не те;
    2) сменяться, заменяться;

    αλλάζει η κυβέρνηση — сменяется правительство;

    3) переодеваться; менять бельё;

    πρέπει να αλλάξω — мне нужно переодеться; — мне нужно сменить бельё;

    § αυτό αλλάζεν απροσ — другое дело;

    αν είναι όπως το λες, τότε αλλάζει — если это так, тогда другое дело;

    άλλαξε ο Μανωλιός και φόρεσε τα ρούχα αλλοιώς погов. ничего не изменилось, всё осталось по-прежнему; ≈ перевеска порток на другой гвоздок;
    ο λύκος κι· αν εγέρασε κν· άλλαξε το μαλλί του ούτε την γνώμην άλλαξε ούτε και την βουλή του (или την κεφαλή του) погов, волк каждый год линяет, да обычай не меняет

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αλλάζω

  • 5 δυνατός

    η, ό[ν]
    1) в разн. знач сильный;

    δυνατή κράση — крепкое здоровье;

    δυνατή παγωνιά — сильный мороз;

    δυνατ επιστήμων (καλλιτέχνης) — крупный учёный (художник);

    δυνατή επιρροή — сильное влияние;

    είναι πολύ δυνατός με την τωρινή κυβέρνηση — он влиятельное лицо в нынешнем правительстве;

    δυνατ πυρετός — сильный жар;

    δυνατ πόνος — сильная боль;

    δυνατή φωνή — сильный крик; — громкий голос;

    δυνατό άρωμα — сильный запах (приятный);

    δυνατή μυρωδιά — сильный запах (чаще неприятный);

    2) крепкий, прочный;

    δυνατό σχοινί — прочная верёвка;

    3) перен. крепкий;

    δυνατός καπνός — крепкий табак;

    δυνατό κρασί — крепкое вино;

    4) возможный, потенциальный;

    είναι δυνατό — можно, возможно;

    δεν είναι δυνατό — а) нельзя, невозможно;

    б) не может быть;

    μόλις θα είναι δυνατό — при первой возмож- ности;

    τα δυνατά — всё возможное;

    § βάζω ( — или βάλλω) τα δυνατά μου — прилагать усилия, стараться;

    κάνω τα αδύνατα δυνατά — делать невозможное;

    κατά το δυνατόν — или όσο[ν] το δυνατό[ν] — по (мере) возможности;

    насколько возможно;

    όσο[ν] το δυνατό[ν] γρηγορώτερα — как можно быстрее

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > δυνατός

  • 6 πυγμή

    η
    1) кулак; 2) перен. крепкий кулак, крепкая волевая рука; сила, мощь;

    πολιτική της πυγμής — политика с позиции силы;

    κυβέρνηση πυγμής — сильное правительство;

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πυγμή

См. также в других словарях:

  • κυβέρνηση — Το ανώτατο όργανο άσκησης της εκτελεστικής εξουσίας (συμβούλιο υπουργών με πρόεδρο ή πρωθυπουργό). Υπάρχει όμως και μια γενικότερη έννοια, σύμφωνα με την οποία κ. εννοείται η ιδιαίτερη διάταξη που εμφανίζουν οι ανώτατες λειτουργίες μιας πολιτείας …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

  • Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… …   Dictionary of Greek

  • Σουδάν — Κράτος της Βόρειας Αφρικής. Συνορεύει στα Β με την Αίγυπτο και τη Λιβύη, στα Δ με το Τσαντ και την Κεντροαφρικάνικη Δημοκρατία, στα Ν με το Κόνγκο, την Ουγκάντα και την Κένυα και στα Α με την Αιθιοπία και την Ερυθραία, ενώ το ΒΑ τμήμα της… …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • Δομινικανή Δημοκρατία — Επίσημη ονομασία: Δομινικανή Δημοκρατία Έκταση: 48.730 τ. χλμ Πληθυσμός: 8.721.594 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Σάντο Ντομίνγκο (2.061.302 κάτ. το 2001)Κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική, που καταλαμβάνει το ανατολικό τμήμα του… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τηλεόραση — ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ Ήταν Απρίλιος του 1966 όταν από το χώρο που είχε διαθέσει ο ΟΤΕ στο τότε ΕΙΡ (Ελληνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας) έγινε η πρώτη εκπομπή τηλεοπτικού προγράμματος. Ήταν το πρώτο τηλεοπτικό δελτίο ειδήσεων. Με καθυστέρηση μιας τουλάχιστον… …   Dictionary of Greek

  • Μεσανατολικό — Όρος με τον οποίο αποδίδεται η μακροχρόνια διαμάχη μεταξύ των αραβικών κρατών της Μέσης Ανατολής (Μικρά Ασία, Αραβική χερσόνησος και βορειοανατολική Αφρική) και του Ισραήλ, σχετικά με εδαφικές και άλλες διεκδικήσεις. Η σύγκρουση του 1948 ανάμεσα… …   Dictionary of Greek

  • Ομάν — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει Δ με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και με τη Σαουδική Αραβία και ΝΔ με τη Λαϊκή Δημοκρατία της Υεμένης. Βρέχεται Δ από τη θάλασσα της Αραβίας.Η περιοχή του Ο. βρίσκεται στο απώτατο νοτιοδυτικό άκρο της Αραβικής… …   Dictionary of Greek

  • δημοκρατία — Όρος που υποδηλώνει το πολιτικό σύστημα στο οποίο ο λαός ασκεί την εξουσία. Ωστόσο, ένας τέτοιος ορισμός της έννοιας δεν συμφωνεί με τις διάφορες και κάποτε αντιφατικές ερμηνείες που έχουν δοθεί σε αυτή τη βασική λέξη του σύγχρονου πολιτικού… …   Dictionary of Greek

  • υπεσχημένος — η, ο, Ν 1. αυτός για τον οποίο έχει δοθεί υπόσχεση («δεν δόθηκαν οι υπεσχημένες αυξήσεις τών μισθών») 2. (το ουδ. ως ουσ., ιδίως, στον πληθ.) τα υπεσχημένα οι υποσχέσεις («η κυβέρνηση δεν τήρησε τα υπεσχημένα»). [ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. τού αρχ. παρακμ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»